- τριγλίτης
- ὁ, Αείδος πολύτιμου λίθου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + κατάλ. -ίτης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριγλίτις — ίτιδος, ἡ, Α 1. είδος ψαριού που μοιάζει με την τρίγλη 2. ο τρίγλίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. καλαμ ῖτις)] … Dictionary of Greek